- κεμάδειον
- κεμάδειον, τὸ (Α)το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, -άδος + επίθ. -ειον (πρβλ. σκιάδ-ειον, στιβάδ-ειον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» … Dictionary of Greek